- ηνίοχος
- ο кучер, возница
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Ἡνίοχος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡνίοχος — one who holds the reins masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηνίοχος — (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου ημισφαίριου, που βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς της Καμηλοπάρδαλης, του Περσέα, του Ταύρου, των Διδύμων και του Λυγκός. Κύριοι αστέρες του Η. είναι ο ε, δίδυμος αστέρας μεγέθους 3 που απέχει περίπου 3.400… … Dictionary of Greek
ηνίοχος — ο αυτός που κρατά τα ηνία, ο αμαξηλάτης: Ο ηνίοχος των Δελφών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἡνιόχω — Ἡνίοχος masc nom/voc/acc dual Ἡνίοχος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡνιόχω — ἡνίοχος one who holds the reins masc nom/voc/acc dual ἡνίοχος one who holds the reins masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡνιόχοιο — Ἡνίοχος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡνιόχοιο — ἡνίοχος one who holds the reins masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡνιόχοις — Ἡνίοχος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡνιόχοις — ἡνίοχος one who holds the reins masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡνιόχοισι — Ἡνίοχος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)